- ιδιωματισμός
- οδιαλεκτικός τύπος ο οποίος συνηθίζεται σε ένα ή περισσότερα ιδιώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδίωμα. Ο Μαν. Τριανταφυλλίδης διέκρινε τη σημ. τής λ. ιδιωματισμός από τη σημ. τής λ. ιδιωτισμός. Με τον πρώτο όρο δηλώνεται ο «διαλεκτικός τύπος άγνωστος στην κοινή», ενώ με τον δεύτερο «φράση στερεότυπη με ξεχωριστή σημασία» (Μ. Τριανταφυλλίδης, 1938: Νεοελληνική Γραμματική. Ιστορική Εισαγωγή). Η λ. στην καθημερινή της χρήση έχει την έννοια τού ιδιωτισμού*].
Dictionary of Greek. 2013.